τελειώσῃς

τελειώσῃς
τελειόω
make perfect
aor subj act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τελείωμα — το, ΝΑ, και τελείωμα Ν, και θεσσαλικός τ. τελείουμα, Α [τελειῶ, ώνω] συμπλήρωση, ολοκλήρωση νεοελλ. 1. πέρας, τέλος, σημείο τόπου ή χρόνου στο οποίο τελειώνει κάτι (α. «στο τέλειωμα τού δρόμου» β. «το τελείωμα τού φουστανιού») 2. εξάντληση («το… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Δημητριάδης, Κωνσταντίνος — I (Στενήμαχος Ανατολικής Ρωμυλίας 1881 – Αθήνα 1944). Γλύπτης και ακαδημαϊκός. Μαθήτευσε αρχικά στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας με δάσκαλο τον Γεώργιο Βρούτο. Μετά την αποφοίτησή του και ύστερα από μία περίοδο σύντομης διαμονής στο Μόναχο,… …   Dictionary of Greek

  • Καζαντζάκης, Νίκος — (Ηράκλειο Κρήτης 1883 – Φράιμπουργκ Γερμανίας 1957).Λογοτέχνης, μεταφραστής και στοχαστής. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα (1902 6) και φιλοσοφία στο Παρίσι (1907 9). Την περίοδο 1914 15, μαζί με τον Άγγελο Σικελιανό, περιηγήθηκε τους τόπους της… …   Dictionary of Greek

  • Πετράρχης, Φραντσέσκο — (Petrarca, Αρέτσο, Τοσκάνη 1304 – Αρκουά, Πάντοβα 1374). Ιταλός ποιητής. Γιος ενός Φλωρεντινού εξόριστου, ο Π. έζησε στην αρχή στην Πίζα και μετά πήγε στην Αβινιόν, έδρα τότε του παπισμού, σημαντικό πολιτικό και πολιτιστικό κέντρο. Μετά τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”